γιαλό
Смотреть что такое "γιαλό" в других словарях:
Yalo yalo — Yaló Yaló (en grec : Γιαλό γιαλό) est une chanson traditionnelle grecque, du folklore des Îles Ioniennes. Sommaire 1 La chanson 2 Interprétations 3 Yalo Yalo au cinéma … Wikipédia en Français
γιαλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 224 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δύμης. Ο Γ., που βρίσκεται στη ΒΔ ακτή του νομού, στον μυχό του Πατραϊκού κόλπου, ονομαζόταν μέχρι το… … Dictionary of Greek
Demotizismus — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Demotizist — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818 belegt.[1] Die … Deutsch Wikipedia
Dimotiki — Unter Dimotiki (griechisch δημοτική [γλώσσα], „Volkssprache“) versteht man die historisch gewachsene und in direkter Kontinuität aus dem Altgriechischen entstandene neugriechische Volkssprache. Der Begriff als solcher ist seit 1818… … Deutsch Wikipedia
Σύμη — Νησί του νομού Δωδεκανήσου, ΒΔ. της Ρόδου (έκταση 67 τ. χλμ., 2.332 κάτ.). Η Σ. είναι νησί ορεινό και βραχώδες, με υψηλότερη κορυφή τη Βίγλα (550 μ). Μαζί με τα μικρά νησιά Νύμο, την αρχαία Ύμο, τα Σεσκλιά τις Αρές, και τις Διαβατές κ.ά. αποτελεί … Dictionary of Greek
γιαλός — ο 1. η παραλία, η ακροθαλασσιά, το περιγιάλι: Χτίστηκαν πολλά ξενοδοχεία στο γιαλό. 2. η θάλασσα, το πέλαγος. 3. φρ., «Κάνε το καλό και ρίξ το στο γιαλό», κάνε το καλό χωρίς να περιμένεις ανταπόδοση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
αιγιάλειος — αἰγιάλειος, εία, ειον (Α) [αἰγιαλός] αυτός που βρίσκεται ή αναφέρεται στον αιγιαλό, γιαλό, ή προέρχεται από αυτόν … Dictionary of Greek
αιγιαλίτης — ο (Α αἰγιαλίτης) (θηλ. Α ῑτις, Ν ίτιδα) [αἰγιαλός] αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά στον γιαλό ή προέρχεται από αυτόν, παραθαλάσσιος, παράκτιος, «αιγιαλίτιδα ζώνη» αρχ. φρ. «αἰγιαλίτιδες ψῆφοι», χαλίκια τής θάλασσας … Dictionary of Greek